Friday, January 22, 2010

POIIMATA - MEHMET YASHIN

Poίimata (1979-2000) - Mehmet Yίasin


TIS DAFNIS O AFENTIS I

Πριν λίγο τηλεφώνησα στο Γιώργο τί κάνουνε να μάθω
[Είναι λέει στη Λάρισσα, και προσπαθεί
να ξεδυαλύνει μία βυζαντινή επιγραφή από μια πέτρα,
με τη Μαρία και την Κυβέλη.
Μια πέτρα στον τάφο κάποιου Μεβλεβί, που τούχαν βάλει βόμβα πέρσι στη δίοδο που ξαφνικά ανοίχτηκε στην είσοδο κάποιου μπουντρουμιού οθωμανικού]
Κι εμείς που απόψε θα γυρίζαμε στη Ρόδο, είπε.

Δεν ξέρω πόσοι απ' όσους ταξιδιώτες μείναν θα γυρίσουν
για το ταξίδι τούτου του καραβιού πάλι στη Λεβαντία [η Πολυξένη,
ο διευθυντής μας του Δημοτικού κύριος Σαβάλας κι η αδέλφη του
η Μουρουντέ 'ανούμ,
η θεία Μιράντα δηλαδή, κι ακόμη μερικοί Σελανικλήδες,
η Αγγελική κι ο άντρας της, οι γείτονες που μια στις τόσες μπορούν να επιστρέψουν
στο σπίτι τους το πατρικό στην Πρίγκηπο
που καρτερεί κλειστό...] Ψυχές είμαστε εμείς
από μια ζωή που έσβησε το άστρο της φως αφημένο στον αέρα,
στον ε ρό


με τη σοφία μιας πέτρας γυρνάμε κύκλους κύκλους στο δικό μας το κενό


Αμάν, είπε μια φωνή καθώς μιλούσα με το Γιώργο στο τηλέφωνο
"Προσέξετε τον τοίχο!". Ακόμα καταρρέει το Βυζάντιο κι εμείς
στην πέτρα χαραγμένα σταυρός, αστέρι, και σελήνη
σε κυλιόμενης σκάλας το κενό [Ω Τουρκεμένες, Ελληνοποιημένες ρωμέικες ψυχές,
Αγγλίδα κόρη κάποιου Μεβλεβί που γύρνα γύρνα ήρθ' απ' το Καραμάν η μάνα μου,
Αχή απ' τη μια μεριά, ... εγγόνι του Μουφτή Ρατζή Εφέντη,

κι από την άλλη τη μεριά κάποιου ξανθού φεουδάρχη
που στο Παρίσι γύριζε απ' της Επαγγελίας τη Γη, των Λουζινιάν αποπαίδι.]
Και γύρνα γύρνα κοράκια κυνηγούσε στο Κτήμα του στα Ατάλασα " Ατα Χαλασί
'α τα χαλάσει!..." Βαρέθηκα πια κύριοι τους θρύλους σας
να το δικό μου αίνιγμα.


TIS DAFNIS O AFENTIS II

Με το φολιδωτό του θώρακα καβάλλα στο γκριζοθαλασσί του άτι σαν τον Χιζίρ
πρόφτασε μ' ένα τηλέφωνο ο Γιώργος, ο φίλος άγιος μου: στο δρόμο είμαστε ακόμα, είπε
έχουμε πολλά να πούμε έπειτα. Σε κάποιο μέρος πράσινο
έχει εκεί που καρτερούν τα γίδια ένα βραχώδες πέρασμα
ένας ιππότης περιμένει το σωτήρα του, της φονικιάς, της χαρουπιάς,
της δάφνης ο αφέντης. Εντάξει, θα περιμένω είπα. [Θεέ μου,


μόνος πολύ είμαι εγώ.]


ΔΕΦΝΕΛΕΡΙΝ ΕΦΕΝΔΙΣΙ III

Κέσκε όυλυμσυζλυκ οτύ γεόερμεσεγδι μεζαρήμ ιτζινδέ,
όυλεμιγορυμ, δεδί Χηζήρ, γετισέμιγιορυμ όυλυμέ, όυλδυρυλδυγυμ χαλδέ!
Κατιλί μι τζεζανδηρίγορ Αλλάχ, πενί μι... 'Ουλεμιγορυμ ιστέσεμ δε.16

Και στον αιώνιο ύπνο μου λέξεις ντυμένες γράμματα φαινόντουσαν σέ'μένα
μεγέρ πιρ πάόκα ζαμανδά μπυλυνμύστυμ υγανδηρηλήντζα17


Ήμουνα μόνος, γύρω μου όμως έκαναν πως με γνώριζαν.


16Μακάρι να μη φύτρωνε στον τάφο μου της αθανασίας το χόρτο
δεν μπορώ να πεθάνω, είπε ο Χιζίρ, δεν προφταίνω το θάνατο, κι ας μ' έχουνε σκοτώσει Το φονιά τιμωρεί ο Θεός γιά εμένα... Δε μπορώ, κι ας το θέλω, να πεθάνω,
17αφού σε άλλο χρόνο βρέθηκα σαν με ξύπνησαν.


TIS DAFNIS O AFENTIS IV

[Ακόμα είμαι εδώ ... πού όμως εδώ;]
Πριγκήπισα που καρτερεί τον εαυτό της κι ιπππότης της
που καβαλλάρης χάθηκε ξαφνικά ο ίδιος ο δράκος εγώ.

Τον δράκο αν σκοτώσω εγώ θα γίνω ο δράκος
τον εαυτό μου θα σκοτώσω δύναμη για να αποκτήσω.


Ζωγραφισμένο ό,τι έχω: πριγκήπισσα, κάστρο, κοιλάδα όλο νερά,
ιππότης που σαν τον Χιζίρ με βήματα χορού θαρρείς σιμώνει, λες με το δράκο πως χορεύει...
ακόντιο, κάπα πορφυρή κι αόρατο στην τσέπη το τηλέφωνο. Είμαι κενό μονοθέσιο τραπέζι, παραμυθιών καμμένη βιβλιοθήκη και ποίημα ενυπόγραφο να κρέμεται στον τοίχο αφημένο
[Ο Γιώργος, εγώ, ποίημα άγνωστο απο πού βγήκε...]
Ποίημα σαν το θάνατο πέρα από κάθε δοκιμή
που δε μπορεί με θάνατο πια ν' απειλήσει ο σκληρόκαρδος βασιλιάς που με σκοτώνει
γέννημα από του δράκοντα τα δόντια που ο θάνατος το λευτερώνει.

Με οπτασίες φτερωτών ψαριών στον αέρα στήνουμε χορό σε θάλασσα δαντελένια αγαληνή και δαφνομυριστό νερό


[Εν απωλεία είμαι, ένα με την απώλεια, μέσα μου η απώλεια και μέσα της εγώ.]

Στο Νείλο χύνεται το σύμπαν στο καταπράσινο όλο ψυχές κενό γλώσσα όμοια ουρά πού'χει χάσει το σώμα της, γοργόνας γιός εγώ.


Βηθλεέμ - Αντιόχεια - Καρόρ / Ανω Νείλος Αλεξάνδρεια- Λονδίνο – 1999-2000





ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ


I
Στέλλα νά 'ταν τ' όνομα σου εσένα
στο σπίτι αυτό που έμενες, θεία πριν από μας
νά 'χες παιδιά
κι αυτή στον τοίχο η φωτογραφία
του γάμου σου τη μέρα μου να διηγείται, θείτσα αγαπημένη.

Στέλλα νά 'ταν τ' όνομα σου εσένα που πριν απο μας
τα χέρια σου άπλωναν μπουγάδα στο μπαλκόνι που'ν των δακτύλων σου τα ίχνη ακόμα στα μωσαϊκά και τριγυρνάει η φωνή σου στα δωμάτια θεία, θείτσα αγαπημένη.


II

Πόρτα είσαι πού την έσπασε η ξιφολόγχη φόρεμα που το φόρεσαν οι ξένοι τσουκάλι που έψησε γι' άλλους φαγητό.

' Αλλο δεν είσαι από παλιά φωτογραφία
ούτε στα άλμπουμ τόπος δεν σου έμεινε.


III

Να σ' έβλεπα μια μέρα να μπορούσα
αχ θα χαιρόμουν, πόσο θα χαιρόμουν.

' Ολες σου τις φωτογραφίες κρύβω κοριτσάκι
- να τούτη είν' η γέννηση σου
- κι η τούρτα με τα τρία σου κεράκια κει στη μανταρινιά από κάτω
- στη θάλασσα εσύ κι ο Ντόναλντ Ντάκ σωσίβιο
- απ' τ' αυτοκίνητο το χέρι σου κουνάς
- να οι γονείς σου σού χαμογελούνε κι εσύ σε με χαμογελάς.

Σε σένα θα τις δώσω κοριτσάκι
όμως πότε πότε μου σφίγγεται η καρδιά
κι αγωνιώ
μήπως στον πόλεμο έχεις σκοτωθεί.


IV

Είμαι περίεργος
Ποιος Κύπριος Ρωμιός να διάβαζε το βιβλίο αυτό
έμεινε στη σελίδα σαρανταοχτώ.
' Ισως στον πόλεμο να τον κάλεσαν τότε
κι ήταν, για δες, ο τίτλος του βιβλίου
« Ο άνθρωπος στρατιώτης δε γεννιέται.»

Πως θά 'θελα με σένα αναμνήσεις να 'χα
να 'χομε φάει μαζί οι δυό μας παγωτό
μπαμπάκι ο ένας στον άλλο νά 'δινε το χέρι του σαν έκοβε
ή το παλτό να τον βοηθούσε να φορέσει μια μέρα βροχερή.
Και θα 'θελα να ξέρεις πως με τον ίδιο τον εαυτό μου απορώ
- το βιβλίο τούτο που άφησες στη μέση
έτσι πώς θα μπορέσω εγώ να συνεχίσω εδώ.

V
Αίμα μυρίζει ολόγυρα μου
Αίμα.


Εγώ φονιάς δεν είμαι
μονιάστε μαζί μου της γλάστρας τα λουλούδια
καλύμματα των κρεβατιών, καρέκλες
και σεις φωτογραφίες μές στο άλμπουμ
εγώ φονιάς δεν είμαι.

Αίμα κυλάει ολόγυρα μου
αίμα.

Να ζούσατε να βλέπατε
Εγώ φονιάς δεν είμαι.

Ankara, 1979.




ΣΠΙΤΙ ΝΕΚΡΟ

Λευκό κενό που άφησε το ρολόι του τοίχου
Τραπέζι από ξύλο καρυδιάς που ξέχασε το χρόνο
Ίχνη δακτύλων που σβήνουν με τις σκόνες
Κλειδιά χαμένα
Γραμματοκιβώτιο με σκουριασμένη κλειδαριά
Ο βαρύς ύπνος της ηλικιωμένης γυναίκας που άφησε τη μασέλα στο νερό

Κi αυτή η γραφομηχανή που έγραψε τα πρώτα του ποιήματα ο πατέρας μου, το σπίτι αυτό που ερωτεύτηκε και πέθανε η μάνα μου — σε κάθε πόλεμο αιχμαλωτίζεται, το διατρυπούν οι σφαίρες, του βάζουν φωτιά, λεηλατούν τα προικιά στ' οθωμανικό σεντούκι του — και οι καθρέφτες που όλες τις γυναίκες μιας οικογένειας είδαν γυμνές, οι καθρέφτες, οι καθρέφτες που με τσαρσάφι σκεπάζουν το πρόσωπο του- κι ο κισσός που από το άγριο ροζ χρώμα των ρόδων απλώνεται και ξεραίνει όλα τ' άλλα λουλούδια — τότε που η γιαγιά μου έκρυβε τα άσπρα δαντελένια τραπεζομάντιλα — το μικρό τούτο φάντασμα που γυρνά στο μέρος που σκοτώθηκε - οι σιωπηρές μακριές σκιές των κομμένων κυπαρισσιών - και τώρα όλοι οι κάτοικοι του σπιτιού αυτού από φωτογραφίες που ασταμάτητα αντηχούν τα τρελά χαχανητά του πολέμου κρυφοκοιτάζουν τα μεσάνυχτα - ένας άντρας με φέσι που ξέχασε κι ο ίδιος γιατί χαμογελά κοιτάζει πίσω από το γυαλί — και το σπίτι συλλογιέται, γιατί αυτοί που σκότωσαν όλα όσα μου ανήκουν άφησαν σώο εμένα — και στο παιδικό δωμάτιο όπου το ποίημα τούτο προσκαλέστηκε καίνε ξάφνου τα φώτα

Σπίτι Νεκρό Σπίτι Νεκρό Σπίτι Νεκρό
Τίποτα άλλο πέρα απ' το ποίημα δεν μπορεί στο σπίτι αυτό να με γυρίσει...


Νεάπολη/Λευκωσία, 1988



ΘΕΑ

Ένα χωριό με εβδομήντα δύο κατοίκους ο Αρώδης
μέσα σ' αυτούς κι εγώ.
Πηγαίνω μ' όλους μαζί στην εκκλησία την Κυριακή
-είχα πατέρα καλό κεμαλιστή -
Ψηφίζω μ' όλους μαζί κουμουνιστές κι εγώ, προσεύχομαι
μια στο Χριστό και μια οτο Χριστοφία.
Κι όλος έρωτα γλυκοκοιτώ κάποια μικρούλα του χωριού
-τα σπίτια του είναι πάνω στο λόφο που βλέπει τη θάλασσα
με το ποδήλατο περνώ από κει καθημερινώς –
Συνήθως κοιμόμαστε κατά τις εννιά
γαϊδούρια, κότες, κατσίκια, περιστέρια...
Είναι μέρος γνωστό σε όλους για την ομορφιά του
Το πρωί στ'αμπέλια του,
το βράδι στο μικρό το ρέμα με τα ηλιοτρόπια που περνά απ' τις μάντρες στέκομαι, περπατώ μαζί με όλους
-τη θέα όμως μόνο εγώ κοιτώ -.

Χωριό Αρώδης, 1991



ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ

Ένας φύλακας μουσείου περιμένει τον Κύριο των Θαλασσών
έμεινε μέρος στον κόσμο αυτό να δραπετεύσεις
την πόρτα του πια ποιος την ανοίγει στους θεούς -
10 δολλάρια η φωτογράφηση ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΦΛΑΣ
τικ τακ τικ τακ
Ταξίδι ανούσιο κάνει ο Οδυσσέας
πίνει ουίσκυ στην καμπίνα του και βαριέται
σε πέντε λεπτά το πλοίο φθάνει στο νησί του
ούτ' έριδες ούτε ηρωισμοί, ούτε συμπτώσεις
ούτε για μύθο πια υπάρχει ανάγκη
τικ τακ καλό ταξίδι κυρίες και κύριοι.
Πάνω που θά 'τρεχε
που θά 'ριχνε τον δίσκο του, πάγωσε στη θέση του στη μέση θάλασσας που αποτραβιόταν ο Ποσειδών πέτρωσαν οι λέξεις στις άκρες των χειλιών του. Θαρρείς πως κάτι ακόμα θά 'λεγε
την απάντηση που ψάχνομε που μόνο αυτός θαρρείς την ξέρει -Όμως μουγγός δεσμώτης είναι πλέον ο Κύριος των Θαλασσών άγρια κύμματα, βοριάδες που το κεράσι σπάνε, ψάρια από σεντέφι ούτε να μιλήσουν μπορούν ούτε ... ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ
τικ τακ δεν χρειάζεται να γνωρίζετε το σφάλμα σας κυρίες και κύριοι έτσι είναι η απόφαση, δεν θα δοθεί απάντηση στα ερωτήματα.

Αθήνα, 1988



ΤΙ ΡΕΖΙΛΙΚΙ ΒΡΕ ΓΙΩΡΓΟ ΕΙΝ' ΑΥΤΟ
Στο Γιώργο

είχα αγαπήσει τη φωνή σου απ' την άλλη πλευρά του τοίχου - κι αν θες να ξέρεις, βαρέθηκα και τον τοίχο πια -

Ήμουν λαχτάρα επιστροφής, όπου κι αν πήγαινα, κι ας ξέρω πως δεν υπάρχει τόπος να γυρίσω πια... Εξορίες αναρίθμητες κι εγώ τα ίχνη των ποδιών μου αναζητούσα σε αφρισμένα κύματα.

Φορώ δερμάτινο σακάκι, μπλουτζήν, παπούτσια αντίντας, κι άλλη πέρα απ'αυτά δεν έχω σιγουριά, μια τσάντα στον ώμο, κι ο ώμος στο τζάμι τουκαταστρώματος...................................................................

- Στη χώρα αυτή οι νεογέννητοι θυσιάζονται στους νεκρούς-

Ναρκοθετούνται οι δρόμοι ανάμεσα μας κι εγώ άλλο δεν θέλω, παρά να μπορώ να έρχομαι σε σένα, ό,τι ώρα νάναι. (Ποιος θα το πίστευε αν του λέγαμε πως θέμε απλώς να φάμε μαζί, να μπορέσομε να φάμε, να κοιμηθούμε ο ένας στο σπίτι του άλλου). Είχαμε πιστέψει όμως εμείς σε ορισμένα πράγματα: στην Αφροδίτη, για παράδειγμα - κι αν θες να ξέρεις βαρέθηκα και την Αφροδίτη πια -

Νησί είναι εδώ, ολόγυρα μας ήταν τ' αλμυρό νερό, στην πλάτη μας θαλασσινά κογχύλια σαν ψαροκάραβα αναποδογυρισμένα απ' τα κύμματα, κι άμμος ξανθή. Κι εγώ το μόνο που θέλω είναι ήσυχος να κοιμηθώ


Εκείνοι ήταν δυο τσακμακόπετρες στο Αιγαίο, δύο γυμνά κορμιά που προκαλούσε το ένα τ' άλλο-

κι εμείς, ανάμεσα σε δυό χώρες δυό κουβέντες, πηγαινοερχόμασταν ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, κι ήταν παράνομο ακόμα και να πιούμε μια μπύρα μαζί.

Οδηγώ μηχανή, φορώ δερμάτινο σακάκι, σκισμένο μπλουτζήν, παπούτσια αντίντας. ' Ερχονται νύχτες που μένω άγρυπνος, τις μέρες οργώνω σαν εφιάλτης τα στενοσόκακα.

« Είναι νησί υπό κατοχή η φιλία! »

Μη μου διαβάζεις άλλο ποιήματα!

Θέλω, έτσι χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, να μπορώ να ζω στον τόπο που γεννήθηκα" τώρα στην πόλ^ αυτή, όπου κανείς απ' τους δυό μας δεν μένει, καθώς μεγαλώνουν της αγλωσσίας οι απόγονοι βγάζοντας άναρθρες κραυγές σε εγκαταλελειμένα σπίτια, μέσα από σπασμένους καθρέφτες, γαϊδουράγγαθα και ντουβάρια με ανεπούλωτες τις πληγές απ' τις σφαίρες, πετούν τα χελιδόνια................................... ........

Μ' άρεσε να σε βλέπω να κοιμάσαι, να βουτάς φαγητό απ' την κουζίνα, μ' άρεσε καθώς χτένιζες τα μαλλιά σου.

(Αλλά ποιος να μας πιστέψει εμάς τους δυό; ό,τι έγραψα στο γράμμα αυτό θεωρήθηκε κρυπτογραφημένο, κι όταν μετά από τόσα που ζήσαμε χωρίς αγάπη σήκωσα το τηλέφωνο ν' ακούσω τη φωνή σου, μίλησαν για κατασκοπία, και το μαγνητοφώνησαν)

Τί ρεζιλίκι βρε Γιώργο είναι αυτό!

Στο λέω Γιώργο, είναι ρεζιλίκι το Κυπριακό το παραμύθι - κι αν θές να ξέρεις πάει πια το βαρέθηκα κι αυτό -

Θέλω, έτσι χωρίς κανένα λόγο, να μπορώ να κοιμάμαι στο δικό μουσπίτι...........................................................................

Ακρόπολη / Λευκωσία 1988 (Λονδίνο 1990)



ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Απέναντι μια λεμονιά, μια παλιά εκκλησιά
κεραμύδια και λιθόστρωτο μονοπάτι
χανόμαστε στο πράσινο... Τζιτζίκια.
Φούσκωσε ξαφνικά ο αγέρας τη μπουγάδα στο μπαλκόνι
όλο το σπίτι στου μεσημεριού τον ύπνο θά 'ναι.
Γερμένοι όλοι τους σε χρησμοδότη ύπνο τους κόμπους λύνουν των σχοινιών,
της ζωής οι τσακισμένοι τόποι σμίγουν.
Η θάλασσα πάει κι έρχεται...Γαλαζοπράσινο όνειρο.
Κάτω απ' τα κυπαρίσσια δυό αυτοκίνητα είν' παρκαρισμένα
πλάι σε μια καμπίνα τηλεφώνου -
Σε κανένα όμως δε θέλω να μιλήσω από δω.
Ειν' κι ο Μεχμέτ Γιασίν ανάμεσα τους.


Ναύπλιο, 1997



© Mehmet Yίasin. Metάfarasi Anthi Karrά
http://www.mehmetyashin.com